ιμπεριαλιστικός

ιμπεριαλιστικός
-ή, -ό
επίρρ. κατακτητικός, επεκτατικός: Ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. – Ιμπεριαλιστική πολιτική. – Ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιμπεριαλιστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιμπεριαλισμό 2. κατακτητικός, επεκτατικός («ιμπεριαλιστική πολιτική»). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. imperialistic < imperial (< λατ. imperium «εξουσία») + istic] …   Dictionary of Greek

  • Λένιν — (Lenin, Σιμπίρσκ 1870 – Γκόρκι, Μόσχα 1924). Ψευδώνυμο του Ρώσου επαναστάτη, θεωρητικού του κομουνισμού, ιδρυτή του μπολσεβικισμού και της Σοβιετικής Ένωσης Βλαντιμίρ Ίλιτς Ουλιάνοφ (Vladimir Ilich Ulianov). Τα νεανικά και φοιτητικά χρόνια του Λ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”